Η σημασία της συζήτησης στις συντροφικές σχέσεις

Από την Σύμβουλο Ψυχικής Υγείας, Ειρήνη Λιάγκα

Στις συντροφικές σχέσεις γίνεται μια διαπραγμάτευση μέσω της επικοινωνίας. Έτσι το κάθε μέρος περιγράφει στο άλλο πώς νιώθει, πώς επεξεργάζεται τα ερεθίσματα και τι σημαίνουν για αυτό όσα γίνονται. Κάθε συζήτηση, είναι στην ουσία μια πρόσκληση: “Ελα να το δούμε ΜΑΖΙ αυτό”.

Όπως ακριβώς η πρόσκληση στο σπίτι κάποιου έχει κανόνες ευγένειας, έτσι και η πρόσκληση και η αποδοχή της συζήτησης, έχει ομοίως κανόνες ευγένειας, στην ουσία κανόνες σεβασμού προς τον εαυτό και τον άλλο άνθρωπο.
Όταν κάποιος περιγράφει τι νιώθει, δεν χρειάζεται την έγκριση του συνομιλητή του για να το νιώθει.
Όταν κάποιος περιγράφει τι τον ενοχλεί ή τι χρειάζεται να γίνει για να νιώθει καλά σε μια σχέση, εκφράζει τον εαυτό του, τις ανάγκες του και δεν χρειάζεται επικύρωση αυτών από έξω αλλά την ΠΡΟΘΕΣΗ να γίνουν κατανοητές, σεβαστές και σε όποιον βαθμό ικανοποιήσιμες. Άρα η στάση του ακροατή χρειάζεται να είναι:
“Άκουσα πώς νιώθεις. Μου εξηγησες γιατί. Πώς μπορώ να βοηθήσω;”. Αυτή η καλοπροαίρετη, στάση στην ουσία δηλώνει :”Είμαι εδώ”.

Όταν κάποιος λέει πως χρειάζεται παραπάνω φροντίδα ή νοιαξιμο ή υποστήριξη, αυτό είναι αίτημα. Ένα συναισθηματικό αίτημα (“θα ήθελα κι άλλο “) και όχι κατηγορία έλλειψης προς τον άλλο άνθρωπο ή δήλωση αδυναμίας ή πεδίο κατηγορίας. Όπως ακριβώς σε ένα γεύμα, εάν ζητήσει κάποιος συμπλήρωμα δεν σημαίνει ότι κατηγορεί τον μάγειρα ότι δεν μαγειρεύει καλά, αλλά ότι χρειάζεται παραπάνω από αυτό το φαγητό.

Η ανάγκη να συζητώνται τα πράγματα είναι το αντίστοιχο της πέψης: τα ερεθίσματα μεταβολίζονται, τα συναισθήματα και οι απόψεις υπόκεινται σε επεξεργασία και ανάλυση ΓΙΑ ΝΑ βγουν οι θρεπτικές ουσίες.

Έτσι ακριβώς σε μια συζήτηση , μέσα από την αφήγηση, ακρόαση, ανταλλαγή, διαπραγμάτευση, εξάγεται το ωφέλιμο υλικό από μια συνθήκη και οργανώνεται, όταν είναι αναγκαίο, μια άλλη τακτική, επωφελής για το κάθε άτομο χωριστά και για το ζευγάρι συνολικά. Η συζήτηση αποσκοπεί στη “συννενόηση” ,στον συντονισμό δηλαδή των δύο, ανεξαρτήτως της ολικής συμφωνίας ή όχι. Το “σε ακούω” και το “σε καταλαβαίνω” δεν προϋποθέτει το “συμφωνώ”. Μπορεί κάποιος να μην συμφωνεί, μπορεί ακόμη και να μην καταλαβαίνει αρχικά. Ωστόσο η ΠΡOΘΕΣΗ να καταλάβει,η ΠΡOΘΕΣΗ να συννενοηθει, η ΠΡOΘΕΣΗ να επικοινωνήσει επί της ουσίας με τον άλλον είναι αυτό το καθοριστικό βήμα για την ύπαρξη και διατήρηση μιας σχέσης.

“Μιλάω μαζί σου”, σημαίνει “νοιάζομαι για σένα”, νοιάζομαι να σε μάθω, να σε καταλάβω, να συντονιστώ. Νοιάζομαι να είσαι καλά, γιατί έτσι κι εγώ είμαι καλά.

Συνεπώς, πόση απογοήτευση , σύγχυση και αποπροσανατολισμό, μπορεί να νιώθει κάποιος όταν ειπραττει στις προσκλήσεις για ουσιαστική επικοινωνία, δηλώσεις όπως:

“Πάλι τα ίδια θα συζητάμε; Δεν βαρέθηκες;”
“Τι σε έπιασε, πάλι; Καλά είμαστε. Εσύ το χαλάς”.
“Μια χαρά είμαστε, δες τον τάδε και τον δείνα. Όλοι έχουν προβλήματα”
“Με τα ρούχα σου τρωγεσαι”
“Κακώς νιώθεις έτσι. Μια χαρά είμαστε”
” Τι πρόβλημα έχεις και σκέφτεσαι όλο τα ίδια; ”
“Εγώ κάνω πράξεις. Δεν συζητάω”
” Άμα σου αρέσω. Άμα όχι, το διαλύουμε και τέλος”
” Σ’ αγαπάω με τον δικό μου τρόπο”.
“Μην ζητάς πολλά. Προσγειωσου”
“Όλο προβλήματα βλέπεις. Όλο παράπονα έχεις”
“Δεν θυμάσαι καλά, ποτέ δεν το είπα αυτό”
“Δεν το εννοούσα έτσι. Κακώς το πήρες έτσι. Τα καταλαβαίνεις λάθος τα πράγματα”.

Προοδευτικά το άτομο που επιδιώκει τη συζήτηση εκπαιδεύεται σε αυτές τις σχέσεις από τον άλλο άνθρωπο ότι δημιουργεί το πρόβλημα , ότι ακόμη ακόμη, είναι ο ίδιος ΤΟ πρόβλημα, αφού παρουσιάζεται ως “ανικανοποίητος” και “αχάριστος”. Μια φοβερή ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση.

Στην πραγματικότητα αυτός που νοιάζεται για τη σχέση συζητά. Αυτός που είναι ο θαρραλέος στη σχέση, προσκαλεί σε συζητήσεις: Συζητήσεις συννενόησης, αναθεώρησης και ανανέωσης του δεσμού, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.